Connect with us

ΑΡΘΡΑ

Γιατί δεν παράγουμε πια «μπασκετμπολίστες υψηλού επιπέδου»;

Του Αργύρη Παγαρτάνη

Γιατί δεν παράγουμε πια «μπασκετμπολίστες υψηλού επιπέδου»; Όλος ο κόσμος αυτό ρωτάει μετά τις Φιλιππίνες.

(Προειδοποίηση: είναι ΠΟΛΥ μεγάλο κείμενο. Σε όγκο. Αλλά δίνει μια συνολική εικόνα. Δεν γίνεται αλλιώς. Αν δεν μπορέσετε να φτάσετε ως το τέλος, σας καταλαβαίνω).

Η απάντηση βρίσκεται σ’ ένα σωρό αιτίες. Οι οποίες αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό, που λειτουργούν σαν τα πόδια του χταποδιού: Ενιαία. Όλα μαζί τα πόδια έχουν γραπώσει το δύσμοιρο το μπάσκετ και το σέρνουν στις βεντούζες τους. Κι αν χτυπήσεις ένα πόδι, δεν κάνεις τίποτα.

Όλοι φωνάζουν για τις αιτίες. Μόνο που, όπως έχω διαπιστώσει, το ένα πόδι κατηγορεί τα άλλα. Ποτέ τον εαυτό του. Ο παίκτης λέει για τον αδιάφορο προπονητή. Ο προπονητής λέει για τον παράγοντα που θέλει νίκες. Ο παράγοντας λέει για τον γονιό που παρά-ανακατεύεται και τον μάνατζερ που παίρνει τα μυαλά. Ο μάνατζερ λέει για τον τεμπέλη παίκτη και ο γονιός για τα «κυκλώματα» που δεν αφήνουν το καμάρι του να προοδεύσει. Κι άντε, φτου κι από την αρχή.

Ισχύουν αυτά; ΟΛΑ. Ο καθένας, βέβαια, ανάλογα με το τι είναι γιγαντώνει τις ευθύνες των άλλων και καλύπτει τις δικές του.

Θα περιγράψω, λοιπόν, την κατάσταση όσο πιο αντικειμενικά μπορώ. Μόνο όταν έχεις την πλήρη εικόνα μπορείς να παρέμβεις, με λύσεις. Αν θέλεις, βέβαια. Άλλη κουβέντα αυτή, μεγάλη.

Ξεκινάμε από μια μεγάλη παραδοχή. Στο μπάσκετ πέρασαν πολλά λεφτά. Κι αυτό άνοιξε την όρεξη και των παιδιών και των γονιών. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να το συγκρίνουμε με οποιοδήποτε άλλο σπορ πλην ποδοσφαίρου. Δεν λέω ότι το παιδάκι έξι χρόνων πηγαίνει σε μια ακαδημία με σκοπό να γίνει επαγγελματίας. Ούτε ο γονιός, στην αρχή. Όμως όταν βλέπει σε κάποια χρόνια ότι το παιδάκι του ψηλώνει, δυναμώνει, ξεχωρίζει, του λένε καλά λόγια οι προπονητές, σκέφτεται «γιατί όχι»; Κι άμα το σκεφτεί ο γονιός, το μικρόβιο του χρήματος μπήκε στο σπίτι. Τέλος. Κι επηρεάζει και το παιδί.

Στο προηγούμενο ποστ έγραψα ότι λείπει ο έρωτας, η κάψα. Τα παιδάκια πια ξεκινούν από ακαδημίες σε μικρή ηλικία, ούτε μόνα τους, ούτε από το σχολείο.

Τι είναι αυτές οι ακαδημίες; Σύλλογοι που ενδιαφέρονται πρωτίστως για την ποσότητα κι όχι για την ποιότητα. Ξεκινούν όλοι από το «σημασία έχει το παιδί να περνάει καλά» και «δεν αποκλείουμε κανέναν, ούτε κοντό, ούτε χοντρό» και κρυμμένοι πίσω από το «πόσοι απ’ αυτά τα παιδιά θα παίξουν επαγγελματικό μπάσκετ; Ούτε το 1%» δεν δίνουν σημασία στην εξέλιξη των πράγματι ελάχιστων που ξεχωρίζουν. Αλλά προτρέπουν συνεχώς τα παιδιά, στην ηλικία του δημοτικού, να «το πουν και σε φίλους τους και να τους φέρουν μαζί τους». Όπου «φίλος» ίσον ένα 40άρι, ένα 50άρι παραπάνω.

Θα μου πεις, αυτό δεν είναι το νόημα του αθλητισμού; Φυσικά. Να περνάμε καλά. Να μην αποκλείεται κανένας. Να μην το παίζουμε επαγγελματίες από τα δέκα. Να το λέμε στους φίλους μας. Αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με ανάδειξη ταλέντων, όχι με μαζικό αθλητισμό. Φυσικά και η ακαδημία έχει ΚΑΙ τέτοιον χαρακτήρα. Και μάλιστα αυτός, αν θέλετε τη γνώμη μου, είναι και ο βασικότερος. Αλλά όχι στο βωμό του «περνάω καλά» να μην δίνουμε την παραπάνω ώθηση στο παιδί που ξεχωρίζει.

Στόχος είναι να έχουμε 100.000 παιδιά να βαράνε το τόπι κάθε χρόνο. Ενεργά δελτία, δηλαδή. Κάποτε το νούμερο ίσχυε. Σήμερα είμαστε κάτω. Πολύ κάτω. Όσο πιο μεγάλη η βάση, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να βρεις ταλέντα. Το ζήτημα είναι πώς τα βγάζεις, πώς τα αναδεικνύεις, πώς τα εξελίσσεις.

Προφανώς, ανάμεσα στα δεκάδες, εκατοντάδες παιδάκια που αρχίζουν το μπάσκετ σε μια ακαδημία, κάποια ξεχωρίζουν. Θες επειδή είναι πιο ανεπτυγμένα σε ύψος, θες επειδή «το’ χουν», που λέμε, με τη ντρίμπλα και το σουτ, θες επειδή είναι πιο αθλητικά. Αυτά στελεχώνουν τα πρώτα προ-αγωνιστικά τμήματα. Κι αυτά, που λέμε, είναι η μαγιά μας, ως μπάσκετ. Κάπου εκεί αρχίζει να χαλάει το πράμα.

Κατ’ αρχάς, ο σύλλογος. Παλιά, άπαξ και υπέγραφες δελτίο κάπου, δεν μπορούσες να μετακινηθείς χωρίς την έγκριση του συλλόγου.

Ήσουν αυτό που λέμε περιουσιακό του στοιχείο. Ήταν προς το συμφέρον του να σε δουλέψει όσο καλύτερα μπορούσε, έτσι ώστε να σε πουλήσει αργότερα και να κονομήσει. Έγινε σε εκατοντάδες, χιλιάδες περιπτώσεις. Αλλά χάλασε και καριέρες. Πολλές ταλεντάρες σταμάτησαν επειδή δεν γούσταραν τον «ισόβιο» προπονητή. Άλλες επειδή ήθελαν μεταγραφή και δεν τους έδωσαν.

Από το καθεστώς της πλήρους σκλαβιάς πήγαμε σ’ αυτό της πλήρους ελευθερίας. Μετά από μια σειρά προσφυγών στο ΑΣΕΑΔ που δικαιώθηκαν, πλέον τα σωματεία δεν διεκδικούν τους παίκτες τους πια ούτε μέσω της νομικής οδού. Το παιδί είναι ελεύθερο να φύγει όποτε θέλει. Οπότε, ποιο είναι το κίνητρο του σωματείου να το δουλέψει, να επενδύσει πάνω του; Χάθηκε.

Οπότε τα σωματεία το’ ριξαν στην ποσότητα. Δώσε 50άρικα τώρα, κι αύριο έχει ο Θεός. Μήπως άμα βγάλω την ταλεντάρα και τη δουλέψω δύο-τρία χρόνια, δεν θα μου φύγει σε μια μέρα, χωρίς να κερδίσω τίποτα;

Αφήστε που έχουν συμβεί και τραγελαφικά πράγματα. Κάποιοι προπονητές, από μόνοι τους, μάζεψαν πέντε-έξι παιδιά που ξεχώριζαν να τους μάθουν κάποια πράγματα παραπάνω και αμέσως διαμαρτυρήθηκαν οι γονείς των άλλων παιδιών. Πληρώνουμε το ίδιο, σου λέει ο πατέρας του παχουλού παιδιού, ή του ατάλαντου. Γιατί να μην απολαμβάνουμε την ίδια υπηρεσία;

Οπότε, εξίσωση προς τα κάτω.

Ανάλογη έλλειψη κινήτρου υπάρχει και στον προπονητή. Ξεκινάς με μια μαγιά παιδιών μια χρονιά, κάνεις κάποια καλά πράγματα, και την επόμενη σου’ χουν μείνει τα μισά. Τα’ χουν ξελογιάσει άλλοι σύλλογοι, με πιο βαρβάτο όνομα, πιο μεγάλη «προοπτική».

Σ’ αυτούς τους συλλόγους θα αναφερθώ πιο κάτω.

Ο προπονητής της συνοικιακής ομάδας, της μικρομεσαίας, τι να κάνει; Όταν το βλέπει να γίνεται όχι μία, αλλά έξι, επτά, οκτώ χρονιές συνεχόμενες; Να του παίρνουν τα παιδιά του; Το παίρνει απόφαση κι αυτός. Δεν δένεται. Δεν ασχολείται με τα παιδιά. Ασχολείται με τον εαυτό του. Να διαφημίσει τη δουλειά του.

Κάποτε η πιάτσα ήξερε για όλους τους παικταράδες των παλαιότερων ηλικιών ποιος τους «έβγαλε». Κι αυτό ήταν το παράσημό τους, όσων δούλευαν σ’ αυτές τις ηλικίες. Τώρα, δεν ξέρει κανείς για κανέναν. Γιατί, στατιστικά, τα περισσότερα παιδιά μέχρι να γίνουν άνδρες αλλάζουν σωρεία προπονητών. Οπότε χάνεται η σύνδεση.

Κι ο προπονητής, λοιπόν, ποιον τρόπο βρίσκει για να διαφημίσει τη δουλειά του; Το αποτέλεσμα. Δωσ’ ημίν σήμερον. Άσε τώρα που’ χω την καλή φουρνιά να κάνω σερί νίκες, και μάλιστα με εντυπωσιακά σκορ, να αναδειχτώ. Του χρόνου ποιος ξέρει πού θα βρίσκονται αυτά τα παιδιά;

Έτσι το timeline το δικό μου στο Facebook γεμίζει κάθε χρόνο από φωτογραφίες του ταμπλό, με σκορ εντυπωσιακά, με τσίτσιδα παιδάκια να χοροπηδάνε γύρω από ένα ροζ φύλλο αγώνα και τέτοια φαιδρά. Φυσικά, και η ακαδημία αυτό επιδιώκει. Ροζ φύλλα. Να δείξει στους μελλοντικούς «πελάτες» τι ομαδάρα είναι.

Οπότε, πάλι εξίσωση προς τα κάτω. Καμία μέριμνα ούτε από σύλλογο, ούτε από προπονητή να γίνει το βήμα παραπάνω στα παιδιά.

Κάπου εδώ μπαίνει στη μέση ο γονιός. Το παιδάκι πια ξεχωρίζει, είναι από τους πρώτος σκόρερ στα μίνι, κάτι δείχνει. Κι ο πατέρας, εκτός από την περηφάνεια του, σκέφτεται. Ρε, μπας και δεν μου τον προσέχουν εδώ όπως πρέπει; Μπας και τον χαντακώνουν για να παίξει ο γιος του εφόρου κι εκείνης της κυρίας που ανακατεύεται με το ταμείο; Και γιατί τον κατσάδιασε ο κόουτς επειδή έχασε το καλάθι, και στο άλλο παιδάκι δεν είπε τίποτα; Α, όλα κι όλα. Αδικίες εγώ δεν σηκώνω.

Κάπως έτσι φυτεύεται ο σπόρος της αλλαγής περιβάλλοντος. Κι εδώ μπαίνουν δύο άλλα πρόσωπα. Ο παράγοντας της «μεγάλης» ακαδημίας και ο μάνατζερ.

Πάει, που λέτε, ο παράγοντας της «μεγάλης» ακαδημίας και κάνει βόλτες στα γήπεδα. Ο κόσμος είναι μικρός, τηλέφωνα πάντα υπάρχουν για να «ειδοποιήσουν» ότι υπάρχει ένα ταλεντάκι κάπου. Προσεγγίζει τον πατέρα κι αρχίζει το παραμύθι: «Τον σύλλογό μας τον ξέρετε πόσο μεγάλος είναι. Ο γιος έχει ταλέντο. Εμείς έχουμε καλύτερους προπονητές, σ’ εμάς θα μάθει σ’ έναν χρόνο όσα έχει μάθει σε πέντε εδώ. Άσε που θα το’ χει μετά στο βιογραφικό του. Ότι έπαιξε στις ακαδημίες μας. Κι αν μπει στη δωδεκάδα, μπορεί να διεκδικήσει και πανελλήνιες νίκες, να πάρει μόρια για τις πανελλαδικές».

Έρχεται κι ο μάνατζερ. «Το μπάσκετ είναι πολύ ανταγωνιστικό. Υπάρχουν εκατοντάδες παιδιά που θέλουν να κάνουν καριέρα. Τι νομίζεις, ότι αυτά που βγάζουν λεφτά είναι τα καλύτερα; Όχι, φίλε μου. Είναι αυτά με τα ισχυρότερα κονέ. Καλό είναι το παιδί σου, ταλαντούχο, αλλά αν δεν έχει κάποιον επαγγελματία να ασχολείται με τα συμφέροντά του, θα το φάει η μαρμάγκα. Ούτε Γ’ Εθνική δεν θα παίξει, να μου το θυμηθείς».

Και κάπου εκεί αρχίζουν και οι… ατομικές. «Ξέρω έναν προπονητή, μάγος. Όλα τα παιδιά της εθνικής παίδων και εφήβων από τα χέρια του εξελίχθηκαν. Μιλάμε ο τύπος είναι θαυματοποιός. Είναι βέβαια κάπως τσουχτερός, αλλά έχει κάτι μεθόδους φοβερές. Να φανταστείς, πριν κάνει το σουτ το παιδί, περνάει από κάτι σχοινάκια, να βελτιώσει την ισορροπία του, και κάνει ζιγκ-ζακ κάτι κορίνες για να μάθει την αλλαγή κατεύθυνσης». Κι ο γονιός, για να ενισχύσει το όνειρο του παιδιού του, τι να κάνει; Μπαίνει στο χορό και χορεύει.

Τα παιδιά, λοιπόν, που παρουσιάζουν κάποια προοπτική, μαζεύονται όλα σε συγκεκριμένους συλλόγους. Στην Αθήνα είναι πιο εύκολο, γιατί απλά οι γονείς κάνουν κάποια χιλιόμετρα παραπάνω, ως τον καινούργιο τόπο προπόνησης. Στην επαρχία; Κατά κανόνα, το παιδί ξενιτεύεται. Χάνει φίλους, παρέες, έρωτες, το περιβάλλον του. Τη ζωή του, την καθημερινότητά του.

Πάει σε μια καινούργια πόλη, μακριά από τους γονείς του, μακριά από το δωμάτιό του. Κάνει παρέα ως επί το πλείστον με παιδιά της «μεγάλης» ακαδημίας που βρίσκονται στο ίδιο στάτους μ’ αυτό. Μένει σε ξενώνα, πάει σε ιδιωτικό σχολείο, προπονείται, τρώει, κοιμάται και παίζει. Και ψάχνει στο Instagram κανένα γκομενάκι, να το καλέσει στο παιχνίδι, μπας και γίνει καμιά φάση στη ζούλα.

Γιατί το πάω εκεί, και στο ερωτικό; Πάει μόνο του, παιδιά. Έφηβοι είναι, μην το ξεχνάμε. Τους ξεριζώνουμε από το περιβάλλον τους για το μπάσκετ. Πώς αναπληρώνεται αυτό;

Το συνηθισμένο τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, είναι πολλά παιδιά τέτοια, με προοπτική, να… ανακυκλώνονται σε συγκεκριμένους συλλόγους. Πιθανότατα γιατί ο πατέρας μετά την πρώτη χρονιά διαπιστώνει ότι καλός και χρυσός ο σύλλογος με το βαρύ όνομα, αλλά το παιδί του δεν παίζει καθόλου. Οπότε; Βολεύεται με κάτι πιο χαμηλό. Επιπέδου, βέβαια. Με σχολείο ιδιωτικό, με «υποσχέσεις» ότι θα παίζει, άντε και καμιά κλήση στα κλιμάκια της ένωσης που ανήκει ο σύλλογος.

Κλιμάκια. Άλλο ζήτημα. Αλλά είπαμε, να τα λέμε όλα. Τα κλιμάκια, οι προεθνικές, είναι επιβεβαίωση ότι το παιδί κάποιος το βλέπει. Μέσα στα κλιμάκια, όμως, εκτός απ’ αυτά τα παιδιά που πραγματικά αξίζουν (βγάζουν μάτια, που λέμε) υπάρχουν πολλά παιδιά ίδιου επιπέδου. Κανονικά θα έπρεπε να καλούνται όλα. Κάποια καλούνται, κάποια όχι.

Ποιο είναι το κριτήριο που δεν καλούνται αυτά που δεν καλούνται; Δεν μπορώ να είμαι στο μυαλό του κάθε προπονητή. Θα γράψω όμως κάτι. Αν έχεις καλές σχέσεις με όλους, τόσες περισσότερες προοπτικές δουλειάς έχεις. Οπότε, αν σε πάρει τηλέφωνο ο τάδε «από πάνω» και σου πει «δες αυτό το παιδί, έχει προοπτικές», ακόμα κι αν δεν το’ χεις τσεκαρισμένο στο καρνέ σου, θα το καλέσεις. Επίσης, αν σε πάρει τηλέφωνο κανένας μάνατζερ και σου πει «αυτό το παιδί από τον τάδε σύλλογο το’ χεις δει; Φοβερές προοπτικές» θα τον καλέσεις κι αυτόν. Φόρο δεν πληρώνεις για τις κλήσεις σου.

Άσε που πολλοί προπονητές θα σκεφτούν ότι ο μάνατζερ, άμα του κάνεις το χατίρι, θα σε σπρώξει σε μια καλή δουλειά αργότερα. Ή ο «από πάνω» θα πει καμιά καλή κουβέντα για σένα, να αναλάβεις ασίσταντ σε καμιά εθνική, οπότε να ανεβάσεις και το κασέ σου από τις ακαδημίες που σε ζητούν.

Προσέξτε, αναφέρομαι επίτηδες μόνο στα αθώα. Σ’ αυτά που άπτονται μόνο των διαπροσωπικών σχέσεων, που υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Όσοι παροικούμε την Ιερουσαλήμ έχουμε ακούσει ιστορίες φρικιαστικές, για πατεράδες που κομπάζουν ότι «μου στοίχισε δέκα χιλιάρικα αλλά ο γιος μου έπαιξε εθνική παίδων» και για μάνατζερ που κάνουν καταμέτρηση ποια γραφεία έχουν πόσα παιδιά στα κλιμάκια, στις προεθνικές, στις εθνικές.

Οπότε, ο γονιός και ο μάνατζερ και ο από πάνω (της ομοσπονδίας ή όχι) για να ενισχύσει τη θέση του αφήνει αυτή τη χρυσόσκονη γύρω του. Κι ας μην ισχύει απόλυτα. Φέρε μου το παιδί σου να το κάνω διεθνή. Να ακουστεί το όνομά του, να καθιερωθεί, να κάνει τη μεταγραφή την γερή.

Και τώρα ήλθε και η δική μας σειρά, των δημοσιογράφων. Θυμάμαι πριν λίγα χρόνια μετά από μια μετάδοση μικρών ηλικιών, δέχτηκα ένα διαδικτυακό μήνυμα από πατέρα. Που με ευχαριστούσε για τα καλά λόγια που είπα για το παιδί του. Απάντησα ότι θα έπρεπε να ευχαριστεί το παιδί του που παίζει τόσο καλά και τα σχόλια τα δικά μου απλώς αποτυπώνουν αυτό που βλέπουν όλοι. «Μην το βλέπετε έτσι, δεν ισχύει», ήταν η αφοπλιστική απάντηση. «Μία σεζόν ολόκληρη το παιδί μου έβγαζε μάτια στα παιχνίδια της ένωσης, αλλά δεν διάβασε ούτε έναν καλό λόγο. Με πλησίασαν και μου είπαν δώσε μου ένα χιλιάρικο να γράφω γι’ αυτόν κάθε εβδομάδα, αρνήθηκα, και το χαντάκωσα το παλικάρι μου. Τσαντιζόταν, γιατί διάβαζε συνέχεια για άλλα παιδιά της ηλικίας του, ενώ ήταν πολύ καλύτερος απ’ αυτά».

Για να’ μαι ειλικρινής, δεν ήθελα να το πιστέψω. Το θεώρησα υπερβολή. Από έρευνα που έχω κάνει, δυστυχώς ισχύει. Μιλάμε για ιστορίες της πλάκας, δημοσιεύματα του 20άρικου και του 50άρικου, που δεν έχουν καμία άλλη χρησιμότητα παρά μόνο να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία του γονιού. Και του παιδιού, βεβαίως.

Όπου υπάρχουν λεφτά, υπάρχει και βρωμιά. Και στο μπάσκετ υπάρχουν λεφτά. Όχι τόσα, όσο παλαιότερα. Αλλά υπάρχει η υποψία των λεφτών, κι αυτό είναι χειρότερο. Ότι τα λεφτά πια δεν φτάνουν για όλους, τα παίρνουν όχι οι καλύτεροι, αλλά αυτοί που έχουν τα καλύτερα κονέ.

Έτσι μεγαλώνει το παιδί, λοιπόν. Με το που του κολλάει η στάμπα ότι είναι ταλέντο, μπαίνει σ’ αυτό το μαγγανοπήγαδο. Αλλάζει ομάδα κάθε χρόνο, δεν προλαβαίνει να δεθεί ούτε με σύλλογο, ούτε με προπονητή, ούτε με συμπαίκτη. Γίνεται ένας επαγγελματίας σε νοοτροπία, ψυχρός, ενώ είναι ακόμα παιδί. Και πρέπει να αναπτύσσει συναισθήματα. Ξέρετε ποια συναισθήματα αναπτύσσει; Του αθέμιτου ανταγωνισμού. Του παρτακισμού, να βάλω εγώ το καλάθι να αναδειχτώ. Της υπεροψίας, ότι ο μπαμπάς καθαρίζει. Της αίσθησης ότι όλα είναι αγορασμένα. Της αδιαφορίας. Χάσαμε, ΟΚ, σιγά το πράμα, εγώ του χρόνου θα παίζω αλλού. Της ανασφάλειας. Τι δεν κάνω καλά και δεν με πάει ο συγκεκριμένος κόουτς; Και στο τέλος, του μπουχτίσματος.

Στα 18 του το «ταλέντο» αισθάνεται πια ένας απόμαχος. Το μπάσκετ, που υποτίθεται μπήκε να γεμίσει τη ζωή του, έχει γίνει μια πηγή άγχους. Θα γίνει η μεταγραφή στην «καλή» ακαδημία ή όχι; Θα με πηγαίνει ο νέος κόουτς ή όχι; Θα με πάρει κλιμάκιο ή όχι; Θα με βάλει βασικό ή όχι; Θα με δει ο κόουτς να με κάνει επαγγελματία ή όχι;

Στα 18 είναι η κρίσιμη ηλικία. Το εφηβικό τελειώνει. Το «ταλέντο», λοιπόν, οφείλει κάτι να κάνει. Τι; Όσοι ξεχωρίζουν, κοιτάζουν το σίγουρο. Πάμε στη μεγάλη ομάδα, να πάρουμε κανένα γερό φράγκο. Ναι, αλλά δεν θα παίζεις ούτε λεπτό. Ε, και; Τα χρόνια με πήρανε; Θα παίξω αργότερα. Τι; Να περιμένω δύο-τρία χρόνια, να παίξω σε μικρότερο επίπεδο και να βάζω 30άρες και θα κάνω καλύτερη μεταγραφή; Και ποιος μου λέει ότι σ’ ένα μήνα δεν θα πάθω κανένα χιαστό και πάπαλα το μπάσκετ;

Πολλά παιδιά με ταλέντο έχουν εγκλωβιστεί σε συλλόγους που δεν τα χρειάζονται. Δεν φταίνε μόνο οι σύλλογοι, όμως. Φταίνε και τα ίδια τα παιδιά, και οι γονείς τους. Που μπαίνουν σ’ αυτή τη νοοτροπία. Να βγάλουμε λεφτά, όσα να’ ναι, ατάκα κι επί τόπου.

Τι κι αν του λες ότι σε τρία χρόνια θα διεκδικήσεις περισσότερα; Όχι. Κάλλιο τελευταίος στην πόλη, παρά πενταδάτος στη Β’ Εθνική. Σου λέει, εγώ έχω παίξει εθνική, έχω πάρει πρωτάθλημα παίδων, θα πάω να παίξω στη συνοικία;

Κι ο μάνατζερ; Ακόμα και στα παιδιά που δεν διεκδικούν μεγάλα συμβόλαια, ο μάνατζερ πάει στο «κάλλιο γαϊδουρόδενε». Καλύτερα 500 ευρώ το μήνα στην ομάδα-βαρύ χαρτί κι ας είσαι 12ος παίκτης (και να παίρνω εγώ το 20%, ήτοι ένα κατοστάρικο) παρά να πας σε κανένα κατσάβραχο και να μην παίρνεις μία.

Τα απόνερα βρίσκονται και πιο κάτω. Στα παιδιά που δεν έχουν αυτό το πολύ ταλέντο, αλλά κάπως λιγότερο, ή από συγκυρίες δεν εξελίχθηκαν. Αυτά, τέλος.

Η οικονομική προοπτική του μπάσκετ είναι πια όνειρο, οπότε ο γονιός πιέζει. «Εντάξει, έπαιξες όσο ήσουν μικρός, τώρα διάβασμα για τις πανελλαδικές». Και το δίωρο για μπασκετάκι γίνεται ξαφνικά τροχοπέδη. Ότι χάνει το παιδί την ώρα του, ενώ εκείνο το δίωρο θα μπορούσε να διαβάσει, να κάνει καμιά ώρα περισσότερη φροντιστήριο.

Έτσι σταματάνε του κόσμου τα παιδιά. Κι αυτό το βιώνουμε στη λειψανδρία των μικρών τοπικών κατηγοριών, πολλές εκ των οποίων συντηρούνται επειδή παίζουν ακόμα 40άρηδες.

Σχολικός αθλητισμός, σου λέει ο άλλος. Χα! Δεν πρέπει να υπάρχει χώρα όπου ο αθλητισμός «κουτουλάει» πιο άσχημα με την εκπαίδευση απ’ ότι στην Ελλάδα. Αυτά τα διλήμματα, διάβασμα ή μπάσκετ, είναι εγκληματικά να τίθενται σε παιδιά. Κι όμως, τα αντιμετωπίζουν εκατοντάδες, χιλιάδες παιδιά κάθε χρόνο. Με συνέπεια μια αφαίμαξη άνευ προηγουμένου. Παιδιά που εγκαταλείπουν το μπάσκετ, χάνουν τις όποιες ελπίδες για step up, αλλά και δεν έχουν τη διάθεση να παίξουν σε χαμηλότερο επίπεδο χωρίς λεφτά, έτσι, για τη χαρά του παιχνιδιού. Κάτι που γινόταν κατά κόρον τόσα χρόνια.

Μήπως και οι φοιτητές μπασκετμπολίστες έχουν δρόμο σωστό μπροστά τους; Τα περισσότερα παιδιά που περνούν σε άλλη πόλη και θέλουν να συνεχίσουν το μπάσκετ δεν έχουν μια κεντρική καθοδήγηση. Μέσω γνωστών γίνεται μια συνεννόηση, βρίσκουν μια ομάδα, κάνουν τη μετακίνηση, αλλά ούτε αυτοί ξέρουν αν ταιριάζει το επίπεδό τους με την ομάδα, ούτε η ομάδα τους τσεκάρει. Γι’ αυτό τις περισσότερες φορές τέτοιες «μεταγραφές» διαφημίζονται πολύ και στο τέλος καταλήγουν μούφες.

Ο φοιτητής μπαίνει σ’ ένα καινούργιο περιβάλλον, άλλη πόλη, άλλη ομάδα. Δύσκολα δένεται. Τις περισσότερες φορές δεν ενδιαφέρονται και γι’ αυτόν. Λίγοι το κάνουν. Οπότε εκεί έχουμε μια ακόμα μαζική «έξοδο» παιδιών.

Πολλά έγραψα. Δεν είναι κάτι καινούργιο, οι περισσότεροι τα γνωρίζουν. Κατά τη γνώμη μου δεν είναι ζήτημα pick and roll, ένας μ’ έναν, σουτ, ντρίμπλα, πάσα και αθλητικότητα. Θα τα λύσουμε αυτά. Έχουμε και αθλητικά παιδιά. Έχουμε και ταλέντα. Αυθεντικά.

Άλλα αβγά πρέπει να σπάσουν. Αυτό το σύστημα, το χταπόδι, που έγραψα στην αρχή. Δεν φτάνει να κόψεις ένα πόδι. Όλο το χταπόδι πρέπει να απομακρύνεις.

Πώς; Λύσεις υπάρχουν. Έχουν γραφτεί κι εδώ. Θα τις αναφέρω συνοπτικά, σε άλλο κείμενο. Το ζήτημα είναι να θέλεις.

Σχολιάστε

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Περισσότερα στη κατηγορία ΑΡΘΡΑ